εκρηξιγενής

εκρηξιγενής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, που προέρχεται από έκρηξη: Εκρηξιγενή πετρώματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκρηξιγενής — ές γεωλ. αυτός που προέρχεται από έκρηξη («εκρηξιγενή πετρώματα») …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • μάαρ — Μικρός εκρηξιγενής κρατήρας σε σχήμα χοάνης ή κυλίνδρου που δημιουργήθηκε στην επιφάνεια της Γης από μια έντονη έκρηξη αερίων που δεν συνοδεύτηκε από έκχυση λάβας. Το μ. περιβάλλεται συνήθως από ένα ανάχωμα με θραύσματα πετρωμάτων και μερικές… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”